Χάρης Αποσπόρης 14 03 2022 | 07:31 energypress.gr
Οι υψηλές τιμές του πετρελαίου και ο φόβος για παγίωσή τους έχουν οδηγήσει ήδη αρκετές κυβερνήσεις στην απόφαση να μειώσουν τη φορολογία ή να προσφέρουν επιδοτήσεις στα καύσιμα προκειμένου να προστατεύσουν τους καταναλωτές, ιδίως τους ευάλωτους.
Παρόλα αυτά, μερίδα αναλυτών θεωρεί ότι αυτό είναι ένα μέτρο που βοηθά βραχυπρόθεσμα, όμως μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις μεσοπρόθεσμα.
“Αφήστε την καταστροφή της ζήτησης να συμβεί ανεμπόδιστα”
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα που διαρκεί η ενεργειακή κρίση ακούμε συχνά τους ειδικούς να μιλάνε για την “καταστροφή της ζήτησης” που επέρχεται όταν η τιμή ενός εμπορεύματος φτάνει πλέον σε τόσο υψηλά επίπεδα που ο μόνος τρόπος να πέσει είναι ότι απλά θα σταματήσει να καταναλώνεται. Οι καταναλωτές σε εκείνο το σημείο αρχίζουν να αναζητούν εναλλακτικές πηγές τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα. Οι παραγωγοί βρίσκουν λόγο να επενδύσουν εκ νέου. Αυτό οδηγεί εν τέλει τον κύκλο στο χαμηλό του σημείο και οι τιμές υποχωρούν.
Είναι δύσκολο να υπολογιστεί το ακριβές σημείο όπου η “καταστροφή” αρχίζει να συμβαίνει στο πετρέλαιο, διότι η ζήτηση στην περίπτωσή του είναι ιδιαίτερα ανελαστική. Εντούτοις, είναι σαφές ότι με τις τιμές των καυσίμων στα ύψη, το μόνο φυσικό συνεπακόλουθο είναι η εξοικονόμηση καυσίμων μέσω κρατικών και ιδιωτικών πρωτοβουλιών, η χρήση οχημάτων διαφορετικής τεχνολογίας, η βελτίωση της κατανάλωσης και διάφοροι άλλοι τρόποι που μας δίδαξαν οι πετρελαϊκές κρίσεις του παρελθόντος.
Συγκεκριμένα η εξοικονόμηση καυσίμων είναι ένας τομέας που οι κυβερνήσεις δεν έχουν εξερευνήσει καθόλου. Για παράδειγμα, η εμπειρία από τα lockdown έδειξε ότι η (εθελοντική) τηλεεργασία μπορεί να έχει σημαντικά οφέλη σε όρους μείωσης της κατανάλωσης πετρελαίου δίχως να επηρεάζει την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα από μόνη της. Υπάρχουν και άλλα πιο έντονα μέσα, όπως η θέσπιση χαμηλότερων ορίων ταχύτητας κτλ που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν για ένα χρονικό διάστημα. Αν η κατάσταση είναι ήδη τόσο επείγουσα που να υπαγορεύει τη χρήση των στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου, τότε μάλλον έχει έρθει η ώρα και για τη λήψη αυτών των μέτρων.
Το μακροοικονομικό σκέλος
Οι συγκεκριμένοι ειδικοί, λοιπόν, μας λένε ότι αν εφαρμόσουμε επιδοτήσεις ή μείωση της φορολογίας στα καύσιμα σε αυτό το χρονικό σημείο, τότε επί της ουσίας δεν επιτρέπουμε στην αγορά να επιστρέψει αργότερα στο χαμηλό σημείο του κύκλου της και απλά διαιωνίζουμε το πρόβλημα. Με απλά λόγια, είναι σαν να προσφέρουμε μια ασπιρίνη στον ασθενή αντί για τη βαθύτερη βοήθεια που χρειάζεται για να ανακάμψει.
Το όλο ζήτημα έχει και άλλες, βαθύτερες διαστάσεις, διότι η παροχή πρόσθετων επιδοτήσεων σε μια οικονομία που ήδη χαρακτηρίζεται από ατελείωτα δισεκατομμύρια ενέσεων νέου χρήματος δεν αποτελεί συνετή πολιτική. Οι κεντρικές τράπεζες υποτίθεται ότι θα αρχίσουν από φέτος να κλείνουν τις κάνουλες διότι σε διαφορετική περίπτωση ο πληθωρισμός θα οδηγηθεί σε εφιαλτικά επίπεδα. Και αυτό προϋποθέτει να σταματήσουν οι κυβερνήσεις να ζητούν νέο χρήμα για οτιδήποτε συμβαίνει σαν να είναι η μοναδική λύση.
Ασφαλώς η απάντηση στο όλο δίλημμα δεν είναι εύκολη, ιδίως σε μια περίοδο που ο πολίτης δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες. Υπάρχουν, πάντως, λύσεις που δεν έχουν εξερευνηθεί επαρκώς και θα μπορούσαν να βοηθήσουν βραχυπρόθεσμα, αφήνοντας την αγορά να ακολουθήσει τη φυσιολογική της πορεία μεσοπρόθεσμα.